τινάγματα

τινάγματα
τίναγμα
a shake
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τίναγμα — το, ΝΜΑ [τινάσσω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τινάζω νεοελλ. 1. έντονη και γρήγορη ανακίνηση χαλιού, σεντονιού για την αποτίναξη τής σκόνης, ξεσκόνισμα 2. απότομη και βίαιη αναπήδηση, τράνταγμα, κραδασμός («τα τινάγματα και τα απότομα… …   Dictionary of Greek

  • σκιρτηδόν — Α επίρρ. με σκιρτήματα, με τινάγματα, με πηδήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιρτῶ + επιρρμ. κατάλ. δον (πρβλ. αναφαν δόν)] …   Dictionary of Greek

  • τινάχτης — και τιναχτής και τσιναχτής, ο, Ν [τινάζω] 1. (ο τ. τινάχτης) ο πυρετός τής ελονοσίας, επειδή προκαλεί ρίγη στον άρρωστο, δηλαδή σπασμώδεις κινήσεις, τινάγματα 2. (ο τ. τιναχτής) ειδικός εργάτης για το τίναγμα τών δένδρων, την κατάρριψη τών καρπών …   Dictionary of Greek

  • Παραγουάη — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βολιβία στα Β, με τη Bραζιλία στα ΒΑ και στα Α, και με την Aργεντινή στα Ν και στα ΝΔ.Tο έδαφος της Παραγουάης δεν έχει γεωγραφική ενότητα και τα τεχνητά όριά του μπορούν να εξηγήσουν την ταραχώδη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”